φυλλομετρώ

φυλλομετρώ
(ε), φυλλομετράω μετ. листать, перелистывать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "φυλλομετρώ" в других словарях:

  • φυλλομετρώ — φυλλομετράω / φυλλομετρώ, φυλλομέτρησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φυλλομετρώ — άω, Ν 1. ρίχνω γρήγορες ματιές στα φύλλα ενός βιβλίου, ξεφυλλίζω 2. διαβάζω βιαστικά και επιπόλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο + μετρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • φυλλομετρώ — φυλλομέτρησα, φυλλομετρήθηκα, φυλλομετρημένος 1. μετρώ τα φύλλα βιβλίου. 2. γυρίζω τα φύλλα βιβλίου, το ξεφυλλίζω, το διαβάζω βιαστικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετροφυλλώ — άω φυλλομετρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε κατ αντιστροφήν τού φυλλομετρώ. Μαρτυρείται στις Επιστολές τού Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • αναφυλλίζω — (Μ ἀναφυλλίζω) συνέρχομαι από λιποθυμία νεοελλ. 1. βγάζω νέα φύλλα (κυρίως την άνοιξη) 2. φυλλομετρώ …   Dictionary of Greek

  • ξεφυλλίζω — 1. αποσπώ τα φύλλα φυτού 2. φυλλομετρώ έντυπο, γυρίζω βιαστικά τα φύλλα του, διαβάζω βιβλίο επιτροχάδην. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξεφύλλισα (βλ. λ. ξ[ε] ), αόρ. τού εκφυλλίζω με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος] …   Dictionary of Greek

  • φυλλολογώ — φυλλολογῶ, έω, ΝΑ [φυλλολόγος] αφαιρώ φύλλα από κλαδί, ξεφυλλίζω νεοελλ. γυρίζω τα φύλλα βιβλίου, φυλλομετρώ …   Dictionary of Greek

  • φυλλομέτρημα — το, Ν 1. ξεφύλλισμα βιβλίου 2. βιαστικό, επιπόλαιο διάβασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυλλομετρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • φυλλομέτρηση — η, Ν το φυλλομέτρημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυλλομετρώ. Η λ., στον λόγιο τ. φυλλομέτρησις, μαρτυρείται από το 1877 στον Κ. Σάθα] …   Dictionary of Greek

  • φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… …   Dictionary of Greek

  • χτυποκάρδι — και κτυποκάρδι, το, Ν καρδιοχτύπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χτύπος / κτύπος + καρδιά, με αντιστροφή τών συνθετικών τής λ. καρδιοχτύπι (πρβλ. φυλλομετρώ: μετροφυλλώ)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»